πέργκολα

πέργκολα
και πέργολα και πέργουλα και περγο(υ)λιά, η
μονοπάτι περιπάτου ή αναβαθμίδα σε κήπο ή πάρκο που στεγάζεται με ένα πλαίσιο καλυμμένο με αναρριχητικά φυτά, τα οποία προσφέρουν σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pergola < λατ. pergula «σκεπή, σκηνή» (< pergo)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πέργολα — η βλ. πέργκολα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”